εὔπαις

εὔπαις
εὔπαις
blest with children
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εύπαις — εὔπαις, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει καλά και πολλά παιδιά, ο ευτυχής ως προς τα τέκνα 2. το εξαιρετικό, το πιο ωραίο παιδί 3. αυτός που έχει καλούς μαθητές, σπουδαίους απογόνους ή ομοτέχνους («ἀναβοάσομαι τὸν εὔπαιδα Ἀσκληπιόν» θα υπενθυμίσω τον… …   Dictionary of Greek

  • εὔπαιδα — εὔπαις blest with children masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔπαιδας — εὔπαις blest with children masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔπαιδες — εὔπαις blest with children masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔπαιδι — εὔπαις blest with children masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔπαιδος — εὔπαις blest with children masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπαιδία — εὐπαιδία και σε παπ. εὐπαιδεία, ἡ (Α) [εύπαις] 1. το να έχει κανείς καλά παιδιά, η ευτεκνία 2. φρ. «εὐπαιδίας ἀγών» ο αγώνας που τελούσαν στην Αθήνα την τελευταία ημέρα τών Θεσμοφορίων και κατά τον οποίο βραβευόταν η μητέρα που είχε γεννήσει… …   Dictionary of Greek

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”